Το χιλιανό πραξικόπημα του 1973 ήταν μία κρίσιμη στιγμή, τόσο στην ιστορία της Χιλής, όσο και στον Ψυχρό Πόλεμο. Μετά από μια εκτεταμένη περίοδο κοινωνικών αναταραχών και πολιτικής έντασης μεταξύ του ελεγχόμενου από την αντιπολίτευση Κογκρέσου της Χιλής και του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε, καθώς και του οικονομικού πολέμου που διέταξε ο Αμερικανός πρόεδρος, Ρίτσαρντ Νίξον,[5] ο Αλιέντε ανετράπη από τις ένοπλες δυνάμεις και την εθνική αστυνομία.[6][7]
Ο στρατός έπαυσε την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας του Αλιέντε και στη συνέχεια εγκαθίδρυσε μία χούντα που ανέστειλε όλες τις πολιτικές δραστηριότητες στη Χιλή και καταπίεσε τα αριστερά κινήματα, ιδιαίτερα τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα και το Κίνημα της Επαναστατικής Αριστεράς (MIR). Ο διορισμένος από τον Αλιέντε αρχηγός του στρατού, Αουγούστο Πινοσέτ, κατέλαβε την ανώτατη εξουσία εντός ένός έτους από το πραξικόπημα και ανέλαβε την εξουσία επίσημα στα τέλη του 1974.[8] Η κυβέρνηση του Νίξον, η οποία είχε εργαστεί για να δημιουργήσει τις συνθήκες για το πραξικόπημα,[9][10][11] αναγνώρισε αμέσως την κυβέρνηση της χούντας και την στήριξε στην εδραίωση της εξουσίας.[12]
Κατά τη διάρκεια των εναέριων επιδρομών και των επιθέσεων εδάφους που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος, ο Αλιέντε έδωσε την τελευταία του ομιλία, στην οποία ορκίστηκε να παραμείνει στο Προεδρικό Μέγαρο, αρνούμενος προσφορές ασφαλούς διέλευσης σε περίπτωση που θα επέλεγε την εξορία έναντι της αντιπαράθεσης. Οι αυτόπτες μάρτυρες του θανάτου του Αλιέντε συμφωνούν ότι αυτοκτόνησε στο Μέγαρο.[13][14]
↑
Lawson, George (2005). Negotiated Revolutions. σελ. 182. The only armed resistance came in a handful of factories, the La Legua poblacion in Santiago and in isolated gunfights with MIR activists.